ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ ε2

Note : το παρακάτω απόσπασμα αποτελεί μέρος του μεταπτυχιακού εκπαιδευτικού υλικού που δόθηκε στο σεμινάριο Ε2 Παιδαγωγικά το Σεπ - Οκτ 2006 στην ΑΣΠΑΙΤΕ στα πλαίσια του προγράμματος Επιμόρφωση Εκπαιδευτών για το πρόγραμμα Εκπαιδευτικό Λογισμικό  στην ΤΕΕ. Η παράθεσή του στην ιστοσελίδα μου γίνεται όχι για λόγους οικειοποίησης αλλά ενημέρωσης των εκπαιδευτικών.

 

Η Αξιοποίηση των ΤΠΕ: Παιδαγωγική Προσέγγιση

Τεχνολογία είναι η εφαρμογή της επιστημονικής και εμπειρικής γνώσης σε πρακτικούς στόχους, που πολλές φορές έχουν άμεση κοινωνική αναφορά.

Προϋποθέτει δε, ένα είδος κοινωνικής οργάνωσης για τη διαχείριση, οργάνωση και συντονισμένη δράση των ανθρώπων και των μηχανημάτων που

συμμετέχουν στο όλο εγχείρημα» (Χαλκιά Κρ., 1999).

Διδακτική τεχνολογία είναι η θεωρία και η εφαρμογή του σχεδιασμού, της ανάπτυξης, χρήσης, διαχείρισης και αξιολόγησης των διαδικασιών και υλικών που αποσκοπούν στη μάθηση» (Seels, Richey, 1994)

Τα σημαντικά στοιχεία που πρέπει ο εκπαιδευτής να γνωρίζει, όταν σχεδιάζει ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης, είναι:

1. ο αριθμός των συμμετασχόντων,

2. ο χώρος διεξαγωγής της διδασκαλίας και

3. η ομοιογένεια ή ανομοιογένεια της εκπαιδευτικής ομάδας.

Ο εκπαιδευτής θα πρέπει επίσης να γνωρίζει χαρακτηριστικά των εκπαιδευόμενων, για να καθοριστεί η ομοιογένεια της εκπαιδευτικής ομάδας και να ερευνηθεί αν χρειάζεται διαχωρισμός τους ανάλογα με τους σκοπούς της εκπαίδευσής τους.

Τρόποι Διδασκαλίας και Εκπαιδευτική Τεχνολογία

Ας δούμε τα βασικά χαρακτηριστικά των κυρίαρχων διδακτικών προσεγγίσεων και πώς η τεχνολογία αξιοποιείται μέσα από αυτές:

􀂄 Συμπεριφοριστική (behavioral)

􀂄 Γνωστική (cognitive).

Συμπεριφοριστική (behavioral).

Αναφέρεται, επίσης, ως κατευθυνόμενη διδασκαλία (direct instruction) ή κάποιες φορές ως «σαφής» διδασκαλία (explicit teaching). Τα κύρια

χαρακτηριστικά της είναι:

􀂄 εστιασμός στις βασικές δεξιότητες μάθησης μέσα από καλά δομημένα μαθήματα,

􀂄 θετική ενίσχυση και εξάσκηση,

􀂄 ο εκπαιδευτικός παίρνει όλες τις αποφάσεις,

􀂄 δεν επιτρέπει τους μαθητές να παρεκκλίνουν από την εργασία τους (keep students on-task),

􀂄 έμφαση στη θετική ενίσχυση,

􀂄 δομημένη (structured),

􀂄 καθοδηγούμενη (guided).

Γνωστική (cognitive)

Οι γνωστικές θεωρίες εστιάζονται στις πνευματικές διαδικασίες του νου. Διακρίνονται δύο διδακτικές προσεγγίσεις, που βασίζονται σε δύο διαφορετικές μορφές του γνωστικισμού:

1. η διδασκαλία που βασίζεται στη θεωρία της επεξεργασίας της πληροφορίας (information processing) και

2. η διδασκαλία που βασίζεται στη θεωρία του κονστρουκτιβισμο (constructivism)

Η διδασκαλία η βασισμένη στη θεωρία επεξεργασίας της πληροφορίας (information processing) επικεντρώνεται στον τρόπο που το άτομο ερμηνεύει και επεξεργάζεται τη νέα πληροφορία. Κύρια χαρακτηριστικά της:

􀂄 μαθήματα σχεδιασμένα για μάθηση με κατανόηση

􀂄 οι μαθητές μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν

􀂄 οι μαθητές γνωρίζουν τι θα μάθουν,γιατί και πώς

􀂄 οι μαθητές μαθαίνουν πώς θα χρησιμοποιούν την επεξεργασία της γνώσης

􀂄 Ο εκπαιδευτικός παρουσιάζει στους εκπαιδευόμενους πώς μπορεί να γίνει η επεξεργασία της γνώσης-πληροφορίας.

􀂄 Ο εκπαιδευτικός βοηθά τους εκπαιδευόμενους να επεξεργαστούν την γνώση-πληροφορία.

􀂄 Ο εκπαιδευόμενος αποδέχεται την πληροφορία.

􀂄 Οι εκπαιδευόμενοι μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν και πώς μπορούν να χρησιμοποιούν την επεξεργασία της πληροφορίας προκειμένου να βελτιώσουν την απόδοσή τους.

􀂄 Τα μαθήματα είναι καλά σχεδιασμένα.

􀂄 Δίνεται έμφαση στην κατανόηση των σχέσεων μεταξύ των εννοιών, μεταξύ της νέας γνώσης και της προυπάρχουσας και στην αποτελεσματική διαχείριση της γνωστικής διαδικασίας.

Η διδασκαλία η βασισμένη στον κονστρουκτιβισμό (constructivism) θεωρεί ότι τα άτομα κατασκευάζουν τις δικές τους κατανοήσεις για τον κόσμο

γύρω τους, μέσα από την εμπειρία και το στοχασμό τους πάνω στην εμπειρία αυτή. Είμαστε, επομένως, ενεργοί δημιουργοί της γνώσης μας. Χαρακτηριστικά της:

􀂄 Ενθαρρύνει τη συνεργατική μάθηση (collaborative learning).

􀂄 Επιτρέπει πολλαπλές ερμηνείες και εκφράσεις της μάθησης (multiple intelligences).

􀂄 Ενισχύει την έκφραση των διαφορετικών απόψεων.

􀂄 Οι μαθητευόμενοι γίνονται αυτόνομοι (autonomous, self-directed learners)

􀂄 Παρέχει σταδιακά αναπτυσσόμενη (scaffolded) διδασκαλία μέσα στη Ζώνη της Επικείμενης ανάπτυξης.

􀂄 Παρέχει ευκαιρίες για μάθηση μέσα από την ανακάλυψη.

􀂄 Ο μαθητής μετατρέπεται από παθητικό παραλήπτη των πληροφοριών σε έναν ενεργό συμμετέχοντα στη διαδικασία μάθησης.

􀂄 Ενθαρρύνει τους μαθητές στο να αξιολογούν συνεχώς αυτά που κάνουν.

􀂄 Στόχος είναι να γίνουν οι μαθητές "expert learners”.

Αξιολόγηση και Εκπαιδευτική Τεχνολογία

Τα τελευταία χρόνια, έχει σημειωθεί μεγάλη τεχνολογική πρόοδος προκειμένου να ενισχυθούν οι διαδικασίες της αξιολόγησης στην εκπαιδευτική

διαδικασία. Η τεχνολογία έχει βοηθήσει σημαντικά τους εκπαιδευτικούς διότι μείωσε το χρόνο που χρειάζεται για τη διαδικασία της αξιολόγησης. Η

τεχνολογία που βασίζεται στον υπολογιστή (computer-based technology) επιτρέπει:

􀂄 να δημιουργούνται τράπεζες εξετάσεων,

􀂄 να διατηρούνται τα αρχεία των σπουδαστών,

􀂄 να παράγονται εκθέσεις.

􀂄 να δημιουργούνται σχεδιαγράμματα προόδου

􀂄 να δημιουργούνται e-portfolios

Κατευθυνόμενη Διδασκαλία (Directed Instruction)

Η προσέγγιση της «κατευθυνόμενης μάθησης» καθιστά κύριο υπεύθυνο της διαδικασίας της μάθησης τον εκπαιδευτικό. Είναι αυτός που κατέχει και

παρουσιάζει τη γνώση. Από την άλλη, ο εκπαιδευόμενος αποδέχεται τη γνώση όπως αυτή μεταφέρεται από τον εκπαιδευτικό. Η γνώση προσφέρεται ξεκάθαρα «κομμάτι – κομμάτι» και βαθμηδόν με συνεχόμενη ανατροφοδότηση, για να συνδεθεί σε ενιαίο σώμα μέσα από καλά δομημένα μαθήματα και πολλές ευκαιρίες για πρακτική εξάσκηση. Αν και υπάρχουν ποικίλες μορφές κατευθυνόμενης διδασκαλίας, ωστόσο τα κύρια χαρακτηριστικά της (Snowman J., Biehler R., 2006) θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής:

􀂄 σχεδόν όλες οι δραστηριότητες εστιάζονται στη μάθηση βασικών δεξιοτήτων και στην απόκτηση της βασικής ακαδημαϊκής γνώσης.

􀂄 ο εκπαιδευτικός παίρνει όλες τις αποφάσεις (teacher-directed, teacher-led instruction) όπως για παράδειγμα τι υλικά θα χρησιμοποιηθούν κατά τη

διδασκαλία, πώς οι μαθητές του θα εργαστούν, κ.λπ.

􀂄 οι εκπαιδευόμενοι εστιάζονται στο έργο που θα πρέπει να εκπονήσουν (keep students on-task).

􀂄 το θετικό κλίμα κατακτάται μέσω της θετικής ενίσχυσης.

Ενδείκνυται πολλές φορές για αρχάριους σε ένα θέμα μαθητές, για μαθητές που παρουσιάζουν ειδικά προβλήματα μάθησης, αλλά και για όλους τους μαθητές, όταν πρόκειται να μάθουν κάτι νέο και δύσκολο. Επίσης, είναι το καταλληλότερο μοντέλο για μεγάλες τάξεις και περιπτώσεις που συστήνονται διαλέξεις. Η κατευθυνόμενη διδασκαλία μπορεί επίσης να φανεί χρήσιμη και σε περιπτώσεις μικρών εργαστηριακών ομάδων ή ομάδων που χρειάζονται εξατομικευμένη πρακτική εξάσκηση.

Μια κατευθυνόμενη διδασκαλία (directed instruction), διακρίνεται από τις εξής φάσεις: (Joyce B., Weil M., Calhoun, E., 2004).

􀂄 Φάση προσανατολισμού (orientation). Δίνεται μια γενική επισκόπηση του μαθήματος, εξηγείται στους μαθητές γιατί πρέπει να μάθουν την καινούρια

πληροφορία (γνώση), τι πρόκειται να μάθουν και πώς αυτή συνδέεται με άλλες που ήδη γνωρίζουν.

􀂄 Φάση της παρουσίασης (presentation). Αρχικά, παρέχονται επεξηγήσεις και υποδείξεις σχετικά με το πώς θα χρησιμοποιήσουν το προτεινόμενο

υλικό για το μάθημα. Ο τρόπος παρουσίασής του ακολουθεί τη βήμα-βήμα (step-by-step) διαδικασία. Ακολουθούν αρκετά παραδείγματα που

σχετίζονται με την καινούρια γνώση και με τις δεξιότητες που απαιτούνται (τα βήματα που απαιτούνται για την εκτέλεση ενός αλγόριθμου, πώς θα

αναλύσουμε έναν χαρακτήρα ενός έργου). Για περισσότερη βοήθεια δείχνονται σχετικά slides, videotapes ή οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσε

να ενισχύσει την κατανόηση αξιοποιώντας διάφορα λογισμικά. Ο εκπαιδευτικός δίνει συνεχώς επεξηγήσεις γι΄ αυτά που λέει και όπου του

ζητηθεί. Στο τέλος της φάσης αυτής, κάνει διάφορες ερωτήσεις για να διαπιστώσει αν οι μαθητές κατάλαβαν αυτά που τους είπε.

􀂄 Φάση δομημένων, καθοδηγούμενων και ανεξάρτητων πρακτικών

(structured, guided, and independent practice). Οι φάσεις αυτές προσδιορίζονται από το βαθμό βοήθειας που παρέχεται στους

εκπαιδευόμενους. Στη φάση των δομημένων πρακτικών ο εκπαιδευόμενος βοηθιέται/ καθοδηγείται σε κάθε βήμα της προσπάθειάς του, με αποτέλεσμα να ελαχιστοποιείται η περίπτωση μιας λανθασμένης απάντησης. Η σωστή απάντηση ενισχύεται και τα λάθη διορθώνονται. Στη φάση των

καθοδηγούμενων πρακτικών, ο εκπαιδευόμενος εργάζεται περισσότερο μόνος του και έχοντας λιγότερη βοήθεια. Οι προσπάθειές του ελέγχονται

πάλι και διορθώνονται τα λάθη του. Αν καταφέρουν να έχουν τις περισσότερες σωστές απαντήσεις (περίπου το 85%), τότε μπορούν να

περάσουν στη φάση των ανεξάρτητων πρακτικών όπου μπορούν σχεδόν μόνοι τους να εργαστούν έχοντας ελάχιστη βοήθεια.

Θεωρίες Μάθησης

Συμπεριφορισμός ή Θεωρία της Συμπεριφοράς (Behaviourism) (Skinner)

Οι εκπρόσωποι της Σχολής της Συμπεριφοράς ή Συμπεριφορισμού μελετούν τη σχέση μεταξύ των ερεθισμάτων και της αντίδρασης που προέρχεται από αυτά και η οποία εμφανίζεται με τη μορφή ορισμένης συμπεριφοράς (Κολιάδης Ε., 2002, Βοσνιάδου Σ., 2001, Φλουρής Γ., 1995).

Σύμφωνα με τους Συμπεριφοριστές, η μάθηση και η απόκτηση της γνώσης είναι αποτέλεσμα συνεξαρτήσεων ανάμεσα στα ερεθίσματα που δέχεται το άτομο από το περιβάλλον του και τις αντιδράσεις του σ΄ αυτά. Oι συμπεριφοριστικές θεωρίες ερμηνεύουν τη μάθηση μέσα από δύο μορφές:

1. την κλασική εξαρτημένη μάθηση, όπου μέσω της κλασικής συνεξάρτησης ή υποκατάστασης οι αυτόματες αντιδράσεις και οι συναισθηματικές

καταστάσεις του ατόμου, μπορούν να αποκτηθούν. Κύριος εκφραστής αυτής της προσέγγισης είναι ο Pavlov Ivan Petrovich (1849-1936).

2. τη συντελεστική μάθηση όπου η συμπεριφορά συνδυάζεται με τις συνέπειές της. Για παράδειγμα η συμπεριφορά που συνοδεύεται από αμοιβή,

δηλαδή ενισχύεται, τείνει να επαναληφθεί και να υιοθετηθεί, (θετική ενίσχυση), ενώ αντίθετα η συμπεριφορά που συνδυάζεται με δυσάρεστες συνέπειες δηλαδή με τιμωρία, τείνει να επεριοριστεί ή να απαλειφθεί. Κύριος εκφραστής αυτής της προσέγγισης είναι ο Burrhus Frederic Skinner (1904-1990).

Θετική ενίσχυση: πρόσθεση ενός ερεθίσματος για την ενδυνάμωση της αντίδρασης-συμπεριφοράς.

Αρνητική ενίσχυση: απομάκρυνση ενός ερεθίσματος, το οποίο αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης της αντίδρασης- συμπεριφοράς (κίνητρο). Διακόπτεται η παροχή ενός αρνητικού-αποστροφικού ερεθίσματος με στόχο τη μείωση των αρνητικών συνεπειών και την ενδυνάμωση της επιθυμητής συμπεριφοράς.

Ο Skinner υποστήριξε ότι η διαδικασία της μάθησης θα πρέπει να χωρίζεται σε μεγάλο αριθμό μικρών βημάτων και η ενίσχυση θα πρέπει να εξαρτάται από την επίτευξη κάθε βήματος, εισάγοντας την έννοια της προγραμματισμένης διδασκαλίας (programmed instruction). Επιπρόσθετα επισήμανε ότι κάνοντας μικρά βήματα στη μάθηση, η συχνότητα των ενισχύσεων μπορεί να αυξηθεί και η συχνότητα λαθών να μειωθεί.

 

Οι Αρχές Μάθησης του Συμπεριφορισμού (Skinner) απαιτούν:

􀂄 την ενεργό συμμετοχή του μαθητή,

􀂄 τη δόμηση της διδακτέας ύλης σε σύντομες διδακτικές ενότητες,

􀂄 τη σταδιακή πρόοδο της διδασκόμενης ύλης σύμφωνα με τους ρυθμούς του μαθητή (προσαρμογή),

􀂄 την ενίσχυση των προσπαθειών του μαθητή,

􀂄 την άμεση επαλήθευση της απάντησής του,

􀂄 την επιβράβευση της σωστής απάντησης.

Θεωρία Επεξεργασίας Πληροφοριών (Information Processing Learning Theory) (Atkinson and Shiffrin)

Η θεωρία της επεξεργασίας των πληροφοριών υποστηρίζει ότι ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι ένα σύστημα το οποίο έχει ως εισροές τις πληροφορίες, οι οποίες μέσα στο σύστημα γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας και έχει ως αποτέλεσμα (εκροές) την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Μάθηση είναι μια διαδικασία επεξεργασίας των πληροφοριών που πραγματοποιείται στο νευρικό σύστημα του εκπαιδευόμενου.

Teaching Guidelines (Gagne)

Ο Robert Μ. Gagne εισάγει το αθροιστικό μοντέλο μάθησης. Σύμφωνα με αυτό μάθηση είναι η διαδικασία τροποποίησης της συμπεριφοράς του ατόμου σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα και με μόνιμα αποτελέσματα, ώστε η αλλαγή αυτή να μη χρειαστεί να επαναληφθεί σε όμοιες

συνθήκες. (Gagne R., 1985) Στη θεωρία του υπογραμμίζει τη σημασία των προαπαιτούμενων γνώσεων που πρέπει να κατέχει ο

μαθητής, για να μπορέσει να ενσωματώσει τη νέα γνώση καθώς και την ετοιμότητα του ατόμου για μάθηση (Φλουρής Γ, 1995). Οι μαθητές μπορούν

να μάθουν οτιδήποτε και σε οποιαδήποτε ηλικία, αρκεί να έχουν αφομοιώσει τις προαπαιτούμενες γνώσεις και να είναι συστηματικά οργανωμένη και προγραμματισμένη η διδασκαλία

Μοντέλο του Διδακτικού σχεδιασμού (Instructional Design System Approaches)

Η διεξαγωγή της διδασκαλίας και η αξιολόγηση περιλαμβάνονται αντίστοιχα στην εφαρμογή και στην αξιολόγηση. Αναλυτικότερα:

Ανάλυση

Μέσα από τη διαδικασία αυτή γίνεται:

􀂄 ανάλυση του συστήματος (ποιοι θα εμπλακούν, πώς, γιατί, κ.λπ.) σε επιμέρους τμήματα για να το αντιληφθούμε πλήρως

􀂄 καθορισμός των στόχων Select tasks that need to be trained (needs analysis)

􀂄 ορισμός του πώς θα αξιολογηθούν οι επιδιωκόμενοι στόχοι

􀂄 επιλογή του τόπου που θα επιτευχθούν οι στόχοι (τάξη, χώρος εργασίας, self study, κ.λπ.)

􀂄 εκτίμηση του κόστους

Σχεδιασμός

Μέσα από τη διαδικασία αυτή γίνεται:

􀂄 καθορισμός των επιμέρους στόχων

􀂄 προσδιορισμός και απαρίθμηση των βημάτων που απαιτούνται για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος μαθησιακός στόχος

􀂄 ανάπτυξη των τρόπων αξιολόγησης (τεστ, κ.λπ.)

􀂄 κατηγοριοποίηση των πιθανών εκπαιδευόμενων (ανάλογα με το μαθησιακό τους επίπεδο, κ.λπ.)

􀂄 ταξινόμηση των στόχων ανάλογα με το βαθμό δυσκολίας

Ανάπτυξη

Μέσα από τη διαδικασία αυτή γίνεται:

􀂄 ανάπτυξη των δραστηριοτήτων που θα βοηθήσουν τον εκπαιδευόμενο να κατακτήσει τον επιδιωκόμενο διδακτικό στόχο

􀂄 επιλογή της μεθόδου και του τρόπου εφαρμογής

􀂄 επιλογή ή δημιουργία του υλικού που θα χρησιμοποιηθεί

􀂄 σύνθεση των παραπάνω και έλεγχος ώστε να διαπιστωθεί εάν επαρκούν για τους διδακτικούς στόχους

Εφαρμογή

Μέσα από τη διαδικασία αυτή γίνεται:

􀂄 σχεδιασμός του πλάνου διδασκαλίας

􀂄 διεξαγωγή του σχεδίου διδασκαλίας

Αξιολόγηση

Μέσα από τη διαδικασία αυτή γίνεται:

􀂄 επανεξέταση και αξιολόγηση για κάθε μια από τις παραπάνω φάσεις (ανάλυση, σχεδίαση, ανάπτυξη, εφαρμογή) ώστε να γίνει επιβεβαίωση ότι

όλα έχουν σχεδιαστεί σωστά

􀂄 εξέταση (π.χ. με παρατήρηση) αν οι στόχοι έχουν επιτευχθεί

􀂄 εξέταση αν η διδασκαλία θα μπορούσε να γίνει καλύτερη

Εποικοδομητισμός (Constructivism)

Ο κονστρουκτιβισμός ή η θεωρία του εποικοδομητισμού ή οικοδομισμού ή δομητισμού (constructivism) αναφέρεται στο «πώς οι άνθρωποι μαθαίνουν»

(how to learn). Βασική αρχή είναι ότι οι άνθρωποι κατασκευάζουν τις δικές τους κατανοήσεις για τον κόσμο γύρω τους, μέσα από την εμπειρία και τον στοχασμό τους πάνω στην εμπειρία αυτή, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα την προϋπάρχουσα γνώση, για να ερμηνεύσουν τη νέα γνώση (Brooks J.G., Brooks M.G., 2001, Shapiro A., 2002). Είναι επομένως, ενεργοί δημιουργοί της γνώσης τους.

Η εποικοδομητική θεωρία σήμερα, έχει πολλές εκφάνσεις, ωστόσο, διακρίνονται τα εξής κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα (Snowman J., Biehler

R., 2006):

􀂄 μάθηση σημαίνει ενεργή κατασκευή της γνώσης και «έχει νόημα και περιεχόμενο» (meaningful learning): ο εκπαιδευόμενος «χτίζει, δομεί» τις

νέες ιδέες του πάνω στην προηγούμενη γνώση.

􀂄 η γνώση κάποιου ατόμου δε μπορεί να μεταφερθεί εξ ολοκλήρου σε κάποιο άλλο άτομο, διότι (η γνώση) είναι αποτέλεσμα της προσωπικής

ερμηνείας μιας εμπειρίας, η οποία επηρεάζεται από παράγοντες όπως η ηλικία, η προηγούμενη γνώση, το φύλο, η εθνική κληρονομιά (background), κ.λπ.

􀂄το γεγονός ότι κάθε άτομο έχει τις δικές του κατανοήσεις για τον κόσμο γύρω του, δε σημαίνει ότι δε συμφωνεί με άλλα άτομα.

􀂄 η συζήτηση βοηθά στη δόμηση των ιδεών: μια συστηματική και «ανοιχτόμυαλη» συζήτηση (open-minded discussion) και οι αντιπαραθέσεις (debate) μπορεί να βοηθήσουν συστηματικά στην δημιουργία των προσωπικών απόψεων και ιδεών (Cobb P., Bowers J., 1999, Hay Κ.Ε., Barab S., 2001).

Οι περισσότερες εποικοδομητικές θεωρίες μάθησης έχουν τη μορφή του γνωστικού εποικοδομητισμού (cognitive constructivism), ο οποίος εκφράζεται από τον Piaget και τους οπαδούς του ή τη μορφή του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού (social constructivism) με κύριο εκφραστή του τον

Vygotsky. Η πρώτη μορφή δίνει έμφαση στη γνωστική επεξεργασία της μάθησης ενώ η δεύτερη στο ρόλο της κουλτούρας και της κοινωνικής

αλληλεπίδρασης προκειμένου να επιτευχθεί η μάθηση. Σε μια γνωστικού τύπου εποικοδομητική διδασκαλία, ο εκπαιδευτικός προσπαθεί να εξάπτει το ενδιαφέρον των μαθητών για τη νέα γνώση. Οι εκπαιδευόμενοι εργάζονται εξατομικευμένα και ομαδικά για να δομήσουν τα νέα σχήματα. Η έμφαση δίνεται στην κατασκευή προσωπικών κατανοήσεων αναπτύσσοντας νέα γνωστικά σχήματα. Κατά τον Piaget, γνωστικό σχήμα είναι μια αφαιρετική αναπαράσταση των βασικών χαρακτηριστικών μιας έννοιας. Στον κοινωνικό εποικοδομητισμό, ο εκπαιδευτικός παρέχει στους μαθητές του βοήθεια, η οποία ελαττώνεται σταδιακά (scaffolding instruction), αφού βασικός στόχος είναι να γίνουν οι εκπαιδευόμενοι αυτορυθμιζόμενοι και ανεξάρτητοι κατασκευαστές της γνώσης τους. Χρησιμοποιεί ρεαλιστικού και ανοιχτού τύπου δραστηριότητες και υπό από την καθοδήγησή του, οι μαθητές συνεργάζονται και δομούν τις νέες ιδέες.

 

Βασικές αρχές του εποικοδομητισμού στον εκπαιδευτικό σχεδιασμό με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών:

􀂄 Δημιουργήστε τις συνθήκες, αλλά αφήστε τους εκπαιδευόμενους να ανακαλύψουν, εξάγοντας τη γνώση από μέσα τους – όσο το δυνατό.

􀂄 Δημιουργήστε τη γνώση μέσα από αυθεντικές καταστάσεις και δραστηριότητες.

􀂄 Χρησιμοποιήστε τις γνωστικές μεθόδους μαθητείας, ώστε να μπορέσει ο εκπαιδευόμενος να κατασκευάσει τη γνώση μέσα από πραγματικές

καταστάσεις και δραστηριότητες.

􀂄 Τοποθετήστε τη γνώση σε πολλαπλά πλαίσια προετοιμάζοντας το έδαφος για την μεταφορά σε νέα πλαίσια.

􀂄 Δημιουργήστε γνωστική ευελιξία με την εξασφάλιση ότι η γνώση αντανακλάται από πολλές προοπτικές.

􀂄 Βοηθήστε τους εκπαιδευόμενους να συνεργαστούν στην κατασκευή της γνώσης.

Κατά συνέπεια προτείνονται στρατηγικές, οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κατά τη διαδικασία της μάθησης σε ανάλογα περιβάλλοντα:

􀂄 συνεργατική μάθηση (collaborative learning),

􀂄 μάθηση βασισμένη σε εργασίες (projects based learning),

􀂄 επίλυση προβλημάτων (problem solving).

􀂄 e-portfolio και

􀂄 projects.

Αν και ο εποικοδομητισμός έχει αρκετά να προσφέρει στη στήριξη μιας διδασκαλίας, έχει και τους περιορισμούς του. Εμφανίζει επίσης, πολλά

προβλήματα στην εφαρμογή του (Matthews M.,R., 2002) όπως:

􀂄 Είναι δύσκολο να προκαθοριστεί ένα σχέδιο μαθήματος αφού οι ενέργειες του εκπαιδευτικού και η πορεία της διδασκαλίας του εξαρτώνται από τις

συμπεριφορές και τις ανταποκρίσεις των εκπαιδευομένων.

􀂄 Σε μια τέτοιου είδους διδασκαλία απαιτείται περισσότερος διαθέσιμος χρόνος, αλλά και «χώρος», αφού οι απαιτήσεις από τους μαθητές είναι πολύ περισσότερες από ότι σε ένα παραδοσιακό μάθημα (de Jong T., van Joolingen,W. R., 1998, Perkins D., 1999).

􀂄 Ο κοινωνικός κονστρουκτιβισμός οδηγεί σε «group think».

􀂄 Είναι δύσκολη η πιστοποίηση των αποκτηθέντων δεξιοτήτων.

􀂄 Υπάρχει η προϋπόθεση της προαπαιτούμενης γνώσης

􀂄 Δεν προσεγγίζονται όλα τα θέματα με την ίδια ευκολία.

Θεωρίες Μάθησης

Κοινωνικός Εποικοδομητισμός ή Κονστρουκτιβισμός (Social Constructivism)

Ο κοινωνικός κονστρουκτιβισμός, όπως προαναφέρθηκε, δίνει έμφαση στην κουλτούρα και στο κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίζεται η

γνώση, προκειμένου να συντελεστεί η δόμησή της από το άτομο αλλά και η κατανόησή της (Derry S.J., 1999, McMahon M., 1997). Αυτή η οπτική

συνδέεται άμεσα με σύγχρονες αναπτυξιακές θεωρίες (developmental theories), όπως του Vygotsky και του Bruner, αλλά και με την κοινωνικογνωστική θεωρία του Bandura (Shunk, 2000). Επίσης, βασίζεται σε συγκεκριμένες υποθέσεις για την πραγματικότητα, τη γνώση και τη μάθηση. Για να γίνει αντιληπτή η διδακτική θεωρία που αναδύεται από μια τέτοια θεώρηση, είναι σημαντικό να προσδιοριστούν οι παρακάτω υποθέσεις.

Η πραγματικότητα: Οι κοινωνικοί εποικοδομιστές θεωρούν ότι η πραγματικότητα κατασκευάζεται μέσω της ανθρώπινης δραστηριότητας. Τα μέλη μιας κοινωνίας εφευρίσκουν μαζί τις ιδιότητες του κόσμου μέσα στον οποίο ζουν (Kukla A., 2000). Επίσης, η πραγματικότητα δεν μπορεί να ανακαλυφθεί αφού δεν υπάρχει πριν από την εφεύρεσή της από τα μέλη της κοινότητας.

Η γνώση: Για τη θεωρία αυτή, η γνώση είναι επίσης ένα ανθρώπινο προϊόν, αφού κατασκευάζεται κοινωνικά και πολιτιστικά (Ernest P., 1999, Gredler M.E., 1997, Prawat R. S., Floden R.E., 1994). Τα άτομα δημιουργούν τις κατανοήσεις τους μέσω των αλληλεπιδράσεών τους με τους άλλους αλλά

και με το περιβάλλον στο οποίο ζουν.

Η μάθηση: είναι κοινωνική διαδικασία. Δεν πραγματοποιείται μόνο μέσα από ένα άτομο, ούτε είναι μια παθητική ανάπτυξη συμπεριφορών που

διαμορφώνονται από τις εξωτερικές ενισχύσεις, αντίθετα προκύπτει μέσα από την ενασχόληση του ατόμου με τις κοινωνικές δραστηριότητες (McMahon Μ., 1997).

Πλαίσιο Στηρίγματος (Scaffolding) (Vygotsky)

Οι βασικές αρχές της κοινωνικοπολιτιστικής προσέγγισης του L. Vygotsky:

􀂄 Η ανάπτυξη της νόησης είναι κοινωνικά καθορισμένη (υιοθετεί μια εξελικτική, αναπτυξιακή ανάλυση).

􀂄 Οι ανώτερες λειτουργίες της νόησης έχουν κοινωνική προέλευση.

􀂄 Σημαντικό κλειδί για την κατανόηση των δια-ψυχολογικών και ενδο-ψυχολογικών διεργασιών είναι οι μεταφορικές έννοιες «εργαλεία» και

«σήματα» τα οποία διαμεσολαβούν για το μετασχηματισμό της γνωστικής ανάπτυξης του ατόμου.

Τα στάδια της εξελικτικής πορείας του αναπτυσσόμενου ατόμου, σύμφωνα με τον Vygotsky είναι τα εξής:

􀂄 Της πρωτόγονης, χωρίς αυτοέλεγχο αντίδρασης του βρέφους στα ερεθίσματα

􀂄 Της χρήσης εξωτερικών διαμεσολαβητικών σημάτων

􀂄 Της ικανότητας του παιδιού να ρυθμίζει από μόνο του την ίδια την συμπεριφορά με το να οργανώνει ενεργά το πεδίο των ερεθισμάτων

􀂄 Το στάδιο της εσωτερίκευσης, μέσα από το οποίο το άτομο αυτονομείται.

Stages of Development (Piaget)

Σύμφωνα με τις γνωστικές θεωρίες μάθησης, η μάθηση αναφέρεται στις γνωστικές δομές και τις εσωτερικές διαδικασίες του ατόμου. Η μάθηση πραγματώνεται μέσω του σχεδιασμού γνωστικών μαθησιακών στρατηγικών. Πολλές από τις προσεγγίσεις αυτές στηρίζονται στο φιλοσοφικό πλαίσιο της θεωρίας του Dewey (1859-1952) όπου η μάθηση εκτιμάται ως μια ενεργητική διαδικασία, με εστίαση στον «ενεργητικό μαθητή», ο οποίος χρησιμοποιεί τις αισθήσεις για να κατασκευάσει έννοιες. Στα πλαίσια αυτά η εκπαιδευτική διαδικασία μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα για τον

εκπαιδευόμενο σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον μάθησης.

Ο Jean Piaget (1896-1980) τόνισε τη σπουδαιότητα της ενεργητικής και άμεσης επαφής με πρόσωπα, γεγονότα, αντικείμενα και φαινόμενα στη

γνωστική ανάπτυξη. Η μάθηση πραγματοποιείται μέσω της προσαρμογής κατά την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Η μάθηση είναι μια ενεργητική διαδικασία, είναι αποτέλεσμα της προσαρμογής του ατόμου στο περιβάλλον και πραγματώνεται μέσω δύο βασικών λειτουργιών: την αφομοίωση και τη συμμόρφωση. Συνεπώς η εμπειρία και η επίλυση προβλημάτων είναι βασικοί παράγοντες της αφομοίωση και της συμμόρφωσης των πληροφοριακών ερεθισμάτων, ώστε να επέλθει η προσαρμογή της πληροφορίας που λαμβάνει ο εκπαιδευόμενος στις υπάρχουσες γνωστικές του δομές. Ο τρόπος που παρουσιάζεται η πληροφορία είναι επίσης σημαντικός. Η μάθηση είναι ολική, αυθεντική και πραγματική. Η γνώση

κατασκευάζεται με την αλληλεπίδραση του εκπαιδευόμενου με το περιβάλλον. Ο Piaget ασχολήθηκε με την ψυχοπνευματική ανάπτυξη του παιδιού και του εφήβου, την οποία περιέγραψε ως μια εξελικτική διαδικασία, η οποία διαμορφώνεται μέσα από διαφορετικά αναπτυξιακά στάδια. Κάθε στάδιο

χαρακτηρίζεται από ορισμένες δυνατότητες διανοητικής λειτουργίας, οι οποίες συνήθως εξαρτώνται από την ηλικία του παιδιού και από τις εμπειρίες που είχε την ευκαιρία να αποκτήσει μέσα στο περιβάλλον του. Οι δυνατότητες αυτές καθορίζουν το τι και με ποιο τρόπο μπορεί να μάθει σε κάθε φάση της ζωής του το αναπτυσσόμενο άτομο. Σε κάθε στάδιο είναι δυνατόν να επιτευχθούν ορισμένες νοητικές διεργασίες και να αναπτυχθούν γνωστικές ικανότητες που δεν υπήρχαν προηγουμένως.

ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ =  ΑΦΟΜΟΙΩΣΗ + ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ

Αφομοίωση: ενσωμάτωση των ερεθισμάτων στα υπάρχοντα γνωστικά σχήματα.

Συμμόρφωση: τροποποίηση των υπαρχόντων γνωστικών σχημάτων, ώστε να ενσωματωθούν τα νέα ερεθίσματα στις υπάρχουσες γνωστικές δομές του

ατόμου.

Η μάθηση είναι ολική, αυθεντική και πραγματική. Η γνώση κατασκευάζεται με την αλληλεπίδραση του εκπαιδευόμενου με το περιβάλλον.

Κατά τον Piaget υπάρχουν τέσσερις περίοδοι ή στάδια γνωστικής ανάπτυξης του ατόμου:

1. Το αισθησιοκινητικό στάδιο (γέννηση- 2 ετών): Το παιδί αναπτύσσει τα αρχικά γνωστικά σχήματα κυρίως μέσω των αισθητηριακών και κινητικών

δραστηριοτήτων του

2. Το προσυλλογιστικό στάδιο (2 – 7 ετών): Το παιδί βαθμιαία αποκτά την ικανότητα να διατηρεί τα φυσικά μεγέθη και να αποκεντρώνει την

αντίληψη, αλλά δεν έχει την ικανότητα των νοητικών λειτουργιών και της νοητικής αντιστρεψιμότητας

3. Το στάδιο συγκεκριμένων νοητικών ενεργειών (7 -11 ετών): Το παιδί έχει την ικανότητα των νοητικών λειτουργιών, αλλά λύνει τα προβλήματα με τη γενίκευση συγκεκριμένων ενεργειών που απορρέουν από τις προηγούμενες εμπειρίες του.

4. Το στάδιο τυπικών λογικών πράξεων ή αφαιρετικής σκέψης (11 -15 ετών): Ο έφηβος κατέχει την κατεξοχήν ανθρώπινη σκέψη, δηλαδή, την αφαιρετική

σκέψη. Διατυπώνει υποθέσεις, αναπτύσσει κριτική ικανότητα και επιλύει με συστηματικό τρόπο προβλήματα.

Ανακαλυπτική Θεωρία Μάθησης (Discovery Learning) (Bruner)

Ο Jerome Bruner, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Harvard, ανέπτυξε, το 1966, την ανακαλυπτική θεωρία μάθησης (discovery learning), σύμφωνα με την οποία, σε κάθε μαθησιακή διαδικασία, το άτομο πρέπει να οδηγείται από την ανακάλυψη των εννοιών, μέσω πειραματισμού και πρακτικής, στο μετασχηματισμό και την αξιολόγηση/ εκτίμηση/ έλεγχο των γνώσεων. Ο Bruner υποστηρίζει ότι η εκπαιδευτική ύλη, αλλά και γενικότερα το αναλυτικό πρόγραμμα πρέπει να οργανώνονται σε σπειροειδή διάταξη (spiral organization), όπου το περιεχόμενο εξελίσσεται από το γενικό στη εξειδίκευση. Στο σπειροειδές αναλυτικό πρόγραμμα, οι έννοιες εισάγονται από τα πρώτα χρόνια της εκπαίδευσης, προσαρμοσμένες στο διανοητικό επίπεδο των εκπαιδευόμενων και επαναλαμβάνονται σε μεγαλύτερες τάξεις, σε ανώτερο κάθε φορά επίπεδο, εμπλουτισμένες με νέα στοιχεία. Σε αυτή τη θεωρία μάθησης ο εκπαιδευτικός πρέπει να δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε να μαθαίνουν οι εκπαιδευόμενοι, να διευκολύνει τη μάθηση, να εμψυχώνει τον εκπαιδευόμενο και να συντονίζει τη διαδικασία της μάθησης.

Αρχές Μάθησης:

􀂄 Σπειροειδή διάταξη της ύλης, όπου το περιεχόμενο εξελίσσεται από το γενικό στη εξειδίκευση (spiral organization).

􀂄 Προδιάθεση για μάθηση: γι’ αυτό πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι εμπειρίες και το πλαίσιο που θα κάνει τον εκπαιδευόμενο πρόθυμο να

μάθει (readiness).

􀂄 Η μάθηση μπορεί να ακολουθεί ένα ανακαλυπτικό πλαίσιο, ώστε οι πληροφορίες να μπορούν να δομηθούν με αποτελεσματικό τρόπο (discovery learning-going beyond the information given):

1. Πραξιακά (enactive)

2. Εικονιστικά (iconic)

3. Συμβολικά (symbolic)

Μικρόκοσμοι (Microworlds) (Papert)

Ο Seymour Papert (1980) τονίζει ότι η μάθηση είναι μια ενεργητική διαδικασία και η αποτελεσματικότητά της συνδέεται με τον πειραματισμό

και την κατασκευή της γνώσης, η οποία έχει νόημα για τον εκπαιδευόμενο, όπως είναι για παράδειγμα οι μικρόκοσμοι.

Ένας «μικρόκοσμος» (microwords) αποτελείται από ένα σύνολο από αντικείμενα (συγκεκριμένα και αφηρημένα) και σχέσεις, όπως επίσης από στοιχειώδεις λειτουργίες που έχουν τη δυνατότητα να επιδράσουν στα αντικείμενα, να τροποποιήσουν τις σχέσεις τους και να δημιουργήσουν νέα αντικείμενα (Laborde J., Strasser R., 1990). Ένας «μικρόκοσμος», ως εφαρμογή, είναι ένα ανοικτό υπολογιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ο εκπαιδευόμενος μπορεί να εξερευνήσει ένα χώρο, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα προγραμματισμού (Κόμης Β., 2004) Ο Papert (1984) αναφέρει ότι το περιβάλλον αυτό είναι αυστηρά περιορισμένο, πλήρως ορισμένο αλλά και πλούσιο. Οι μικρόκοσμοι αποτελούν χώρους για εξερεύνηση και είναι σχεδιασμένοι ώστε να είναι πλούσιοι σε ανακαλύψεις, με την έννοια ότι μικρά τμήματα γνώσης έχουν σκορπιστεί μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο τα οποία ο εκπαιδευόμενος μπορεί να τα εντοπίσει.

Αδρανής Γνώση (Inert Knowledge), Εγκαθιδρυμένης ή Εμπλαισιωμένης Νόησης ή Γνώσης (Situated Cognition) και Συνεργατική Μάθηση (Collaborative Learning)

Η αδρανής γνώση (inert knowledge) σχετίζεται με τη γνώση (πληροφορίες) που μπορεί ο εκπαιδευόμενος να εκφράσει, αλλά δεν μπορεί να

χρησιμοποιήσει στην καθημερινή του ζωή (Jarz E.M., Kainz G.A., Walpoth G., 1997). Όταν για παράδειγμα ο εκπαιδευόμενος μαθαίνει στατιστική και

γνωρίζει νέους τύπους χωρίς να γίνεται διασύνδεση της νέας γνώσης μέσω παραδειγμάτων, τότε οδηγείται στην αδρανή γνώση. Συχνά στην σχολική αίθουσα, οι μαθητές ξεχνάνε ό,τι έγραψαν σε ένα διαγώνισμα, αμέσως μετά το τέλος του. Ουσιαστικά η γνώση δεν είναι ακριβώς ξεχασμένη, απλά ο μαθητής δεν μπορεί να τη χρησιμοποιήσει έξω από τις συγκεκριμένες ερωτήσεις του διαγωνίσματός του.

Σύμφωνα με τη Jean Lave, η οποία ανέπτυξε τη θεωρία της Εγκαθιδρυμένης ή Εμπλαισιωμένης Νόησης ή Γνώσης (Situated Cognition), η μάθηση είναι

συνάρτηση της δραστηριότητας, του περιβάλλοντος και της κουλτούρας. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις μαθησιακές δραστηριότητες, που λαμβάνουν χώρα σε μία τάξη, και οι οποίες αφορούν γνώση αφηρημένη και εκτός κάποιου συγκεκριμένου πλαισίου.

Ως συνεργατική μάθηση (collaborative learning) ορίζεται κάθε διαδικασία ομαδικής μάθησης στην οποία πραγματοποιείται αλληλεπίδραση μεταξύ

των εκπαιδευόμενων και του καθηγητή.

Στη συνεργατική μάθηση τόσο οι εκπαιδευτές, όσο και οι εκπαιδευόμενοι είναι ενεργοί συμμετέχοντες στη μαθησιακή διαδικασία. Η εκπαίδευση δε

σχετίζεται απλά με τη μετάδοση γνώσεων από τον καθηγητή στο μαθητή, αλλά είναι μια αλληλεπιδραστική διαδικασία. Βασική προϋπόθεση της συνεργατικής μάθησης είναι η εργασία σε μικρές ομάδες. Με αυτόν τον τρόπο οι εκπαιδευόμενοι συνεργάζονται με στόχο τη μεγιστοποίηση

της ατομικής αλλά και της συλλογικής παραγωγικότητας (Johnson D.W., Johnson R.T., 1991). Σύμφωνα με τον Slavin (1990) η χρήση της

συνεργατικής μάθησης παρουσιάζει αρκετά σημαντικά πλεονεκτήματα:

Ανάπτυξη των διαπολιτισμικών σχέσεων και της επαφής με διαφορετικές κουλτούρες, ιδεολογίες κ.λπ.

Αύξηση της αυτοεκτίμησης των μαθητών, η οποία αντιπροσωπεύει «τη συναισθηματική πλευρά και αναφέρεται στη σφαιρική άποψη που έχει

κάποιος για την αξία του ως άτομο» (Μακρή-Μπότσαρη, 2001). Μέσω των ομάδων αναπτύσσεται το αίσθημα κοινής ευθύνης, αλληλοϋποστήριξης και καλλιέργειας ενός φιλικού κλίματος που ενθαρρύνει τη μάθηση. Ένα τέτοιο κλίμα ευνοεί την κοινωνικοποίηση των ατόμων και μπορεί να έχει ιδιαίτερα θετικές επιδράσεις στα μέλη της ομάδας που για διάφορους λόγους (π.χ. μειωμένη αυτοεκτίμηση) διστάζουν να εκφραστούν.

Δημιουργία κίνητρων μάθησης. Η οργάνωση των εκπαιδευόμενων σε ομάδες με στόχο τη συνεργασία για την επίτευξη κοινών γνωσιακών

στόχων είναι απόλυτα προσαρμοσμένη στη φύση και τις ανάγκες τους, ενώ αντίθετα η απομόνωσή τους παραβιάζει τις έμφυτες τάσεις τους για

επικοινωνία. Επομένως, η εργασία των ατόμων στο πλαίσιο μιας ομάδας μπορεί από μόνη της να αποτελέσει ισχυρό κίνητρο για μάθηση.

Προώθηση των δεξιοτήτων που σχετίζονται με την οργάνωση και την εργασία στο πλαίσιο ομάδων.

Θεωρία της Πολλαπλής Νοημοσύνης (Multiple Intelligences) (Gardner)

Ο Howard Gardner ορίζει τη νοημοσύνη ως «την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων ή δημιουργίας προϊόντων, τα οποία εκτιμώνται σε ένα ή περισσότερα πνευματικά περιβάλλοντα (cultural setting) (Gardner H., Hatch T., 1989). Στο βιβλίο του Intelligence Reframed: Multiple Intelligences for the 21st Century υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη ευφυΐα δεν έχει μία και μοναδική μορφή. Διενήργησε πολλές έρευνες και κατέληξε σε μια λίστα από οχτώ νοημοσύνες, αντίθετα με την παραδοσιακή πρακτική, η οποία αναγνωρίζει συνήθως δυο νοημοσύνες:

1. την γλωσσολογική (verbal) και

2. την λογική-μαθηματική (computational) (Brualdi Α., 1996)

Μοντέλο Κατευθυνόμενης Μάθησης - Κύρια Επίδραση της

Εισαγωγής των ΤΠΕ στην Εκπαίδευση

Η χρήση ενός εκπαιδευτικού λογισμικού κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας με μοντέλα κατευθυνόμενης μάθησης έχει τα εξής αποτελέσματα:

􀂄 Παρέχει δεξιότητες

􀂄 Παρέχει πλήρεις γνώσεις

􀂄 Παρέχει συστηματική αυτοδιδασκαλία

Παρέχει δεξιότητες (provide skill remediation)

Η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην κατευθυνόμενη διδασκαλία συμβάλλει στην ανάπτυξη γνωστικών και νοητικών κυρίως δεξιοτήτων (λιγότερο των κοινωνικών) καθώς και στην ανάπτυξη βασικών δεξιοτήτων πληροφορικής, αφού οι εκπαιδευόμενοι μαθαίνουν να χρησιμοποιούν τον υπολογιστή (αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση η ικανότητα χρήσης υπολογιστή). Μέσω του εκπαιδευτικού λογισμικού (π.χ. χρήση πολυμέσων) μπορεί να επιτευχθεί η αναπαράσταση όχι μόνο αντικειμένων, αλλά και αφηρημένων δυσνόητων εννοιών και ιδεών που δυσκολεύουν τους αδύνατους μαθητές ή και τους αρχάριους χρήστες να τα προσεγγίσουν και να τα κατανοήσουν. Στη διδασκαλία παρουσιάζεται ως διαδοχή των εξής ενεργειών «πληροφορία-ερώτηση- απάντηση- σχολιασμός».Οι πληροφορίες παρουσιάζονται είτε γραμμικά είτε με διακλάδωση και με διάφορες μορφές όπως μέσω συνδέσμων, ερωτήσεων και προβλημάτων και προσπαθούν να αναπτύξουν τις δεξιότητες του χρήστη.

Παρέχει πλήρεις γνώσεις (provide mastery and fluency)

Η χρήση ενός συστήματος πρακτικής και εξάσκησης (drill and practice) παρουσιάζεται ένα εκπαιδευτικό θέμα και ο εκπαιδευόμενος διενεργεί ασκήσεις

εμπέδωσης.

Παρέχει συστηματική αυτοδιδασκαλία (provide systematic selfinstruction)

Το εκπαιδευτικό λογισμικό μπορεί να διαδραματίζει το ρόλο διδάσκοντα (στον βαθμό βέβαια που κάτι τέτοιο είναι εφικτό) (Taylor R.P., 1980). Αυτές οι κατηγορίες λογισμικού δίνουν τη δυνατότητα στον εκπαιδευόμενο να οδηγηθεί μόνος του στην γνώση χωρίς την παρουσία του εκπαιδευτικού, παρέχοντας ένα είδος αυτομάθησης/ αυτοδιδασκαλίας/ αυτοεκπαίδευσης (self-learning) καθώς και μια εξατομίκευση της διδασκαλίας, εφόσον βασίζεται στους προσωπικούς ρυθμούς μάθησης κάθε εκπαιδευόμενου.

Το εκπαιδευτικό λογισμικό που στηρίζεται στην κατευθυνόμενη διδασκαλία  μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως εξής:

Αξιολόγηση της Κατευθυνόμενης Διδασκαλίας

Όταν ο εκπαιδευτικός αντιμετωπίζει προβλήματα στη διδασκαλία προσπαθεί να τα λύσει με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Μετά την εφαρμογή της διδασκαλίας με τη χρήση της τεχνολογίας ο εκπαιδευτικός αναρωτιέται για:

􀂄 Την εκπλήρωση των προδιαγεγραμμένων στόχων.

􀂄 Τη διδακτική και παιδαγωγική αρτιότητα (Instructional Design & Pedagogical Soundness).

􀂄 Το περιεχόμενο.

􀂄 Τη δυνατότητα προσαρμογής στις ανάγκες/ γνώσεις του χρήστη (User Flexibility).

􀂄 Την τεχνική αρτιότητα.

Μοντέλο Μάθησης Εποικοδομητισμού - Κύρια Επίδραση της

Εισαγωγής των ΤΠΕ στην Εκπαίδευση

Η διδασκαλία, σύμφωνα με τον εποικοδομητισμό είναι η διαδικασία που στηρίζει την κατασκευή της γνώσης από τους μαθητευόμενους. Η μάθηση εδώ, είναι μια ενεργός διαδικασία και όχι μια απλή ανταλλαγή πληροφοριών (Duffy & Cunningham, 1996, Jonassen, 1999).

Με την ενσωμάτωση της τεχνολογίας στις μεθόδους των κονστρουκτιβιστών (π.χ. problem-based learning, project-based learning), οι εκπαιδευόμενοι γίνονται πιο υπεύθυνοι και πιο ενεργοί στη διαδικασία της μάθησης (Grant, 2002).

Επιπλέον, καλλιεργείται η επαγωγική σκέψη, δίνονται ευκαιρίες επίλυσης προβλημάτων σε αυθεντικά πλαίσια και προωθείται η συνεργατική μάθηση

Ένα αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών, για να στηρίξει μια τέτοιας μορφής διδακτική προσέγγιση, θα πρέπει να δίνει «χώρο» και «χρόνο» στον εκπαιδευτικό αλλά και στον εκπαιδευόμενο έτσι ώστε να μπορεί να δημιουργεί και να αυτενεργεί. Θα πρέπει δηλαδή να είναι ευέλικτο ώστε να παρέχει τη δυνατότητα χρήσης νέων στρατηγικών και νέων εργαλείων στήριξης (π.χ. εργαλείων τεχνολογίας) της μαθησιακής διαδικασίας.

Αξιολόγηση της Εποικοδομητικής Διδασκαλίας

Αφού η γνώση δομείται από το άτομο μέσα από την αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον στο οποίο ανήκει, η αξιολόγησή της πρέπει να γίνεται μέσα από ένα  πλαίσιο αυθεντικών μεθόδων. Χρειαζόμαστε να αξιολογήσουμε ικανότητες που σχετίζονται με το πόσο καλά μπορούν να διατυπώνουν και να εκτελούν προβλήματα, να θέτουν στόχους και να τους αξιολογούν, να γενικεύουν υποθέσεις, να αναζητούν πληροφορίες που σχετίζονται με την επίλυση ποικίλων προβλημάτων, να συνεργάζονται με τους άλλους.

i) τις αξιολογήσεις βασισμένες στην επίδοση (performance-based assessment), όπως για παράδειγμα τα performance test, μέσα από τα οποία εκτιμάται η ικανότητα χρησιμοποίησης της γνώσης και των αποκτηθέντων δεξιοτήτων στην επίλυση ρεαλιστικών προβλημάτων.

ii) τη χρήση χαρτοφυλακίων (portfolios) που περιέχουν παραδείγματα της εργασίας των μαθητών. Οι μαθητές μόνοι τους ή με τη βοήθεια των δασκάλων τους αποφασίζουν τι θα βάζουν στα portfolios (π.χ., draft των εργασιών τους, σκέψεις τους πάνω σ΄αυτές, επιμέρους κομμάτια, φωτογραφικό υλικό, κ.λπ.). Το περιεχόμενό τους δεν αντανακλά απλά την επίδοση των μαθητών ή τις αδυναμίες τους, αλλά αποτελεί και ένα μέσο για αναστοχασμό (self-reflection), αυτοέκφραση (self-expression) και αυτοανάλυση (self-analysis) (Hebert, 2001, Laboskey, 2000).

iii) τις εκθέσεις (exhibitions) μέσα από τις οποίες περιγράφονται οι ατομικές εργασίες των μαθητών αλλά και οτιδήποτε σχετίζεται με αυτές

iv) με τις ρουμπρίκες (rubrics): μια μέθοδος που εξασφαλίζει στους διδάσκοντες μια αποτελεσματική και αντικειμενική θεώρηση των δεξιοτήτων των μαθητών

ΣΥΓΚΡΙΣΗ

 

Διαφέρουν μεταξύ τους ως προς:

􀂄 την απάντηση που δίνουν στο ερώτημα «Τι είναι μάθηση;» (ορισμός μάθησης)

􀂄 την περιγραφή των συνθηκών που είναι απαραίτητες για την επίτευξη της μάθησης και

􀂄 τον προσδιορισμό των προβλημάτων που εμποδίζουν τη μάθηση.

Οι εκπρόσωποι της κατευθυνόμενης μάθησης πιστεύουν ότι η μάθηση έχει τη δική της ξεχωριστή ύπαρξη έξω από τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Η μάθηση επιτυγχάνεται όταν αυτή η γνώση μεταδίδεται στον εκπαιδευόμενο. Οι εκπρόσωποι του εποικοδομητισμού πιστεύουν ότι οι άνθρωποι

κατασκευάζουν τη γνώση στον εγκέφαλό τους και η μάθηση επιτυγχάνεται όταν ο εκπαιδευόμενος συνθέτει και τον μηχανισμό της μάθησης και τη δική του μοναδική θεώρηση για τη γνώση (Willis J., 1995).


back.gif (904 bytes)